προσανάβαση

προσανάβαση
η / προσανάβασις -άσεως, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. προσάμβασις Α [προσαναβαίνω]
νεοελλ.
1. η επί πλέον αύξηση, βαθμιαία επαύξηση
2. (για νερά) πλημμύρα, ξεχείλισμα
μσν.-αρχ.
μέρος, τόπος από όπου ανέρχεται κανείς κάπου («ἀνὴρ... κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς ἐχθροῡ πύργον»>, Αισχύλ.)
αρχ.
η ενέργεια τού προσαναβαίνω, η ανάβαση προς κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”